- υπεραυξάνω
- ὑπεραυξάνω ΝΜΑ, και ὑπεραύξω Ααυξάνω υπέρμετρα κάτι («η πολιτική αυτή υπεραυξάνει τα ελλείμματα»)μσν.-αρχ.(αμτβ.) αυξάνομαι υπέρμετρα, παρουσιάζω υπερβολική αύξηση («ὑπεραυξάνει ἡ πίστις ὑμῶν καὶ πλεονάζει ἡ ἀγάπη», ΚΔ)αρχ.1. μέσ. ὑπεραύξομαιαυξάνομαι, μεγαλώνω περισσότερο από κάτι άλλο («κάλαμοι... ῥιζοβολήσαντες ὑπεραύξονται τῶν ἀμπέλων», Σχόλ. Αριστοφ.)2. γίνομαι πάρα πολύ ισχυρός.
Dictionary of Greek. 2013.